- ἔπλεκε
- πλέκωplaitimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔπλεκ' — ἔπλεκε , πλέκω plait imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THYRSUS — I. THYRSUS fluv. Sardiniae praecipuus, in ora occidentali vulgo Torso. Baudrando hodie Thirso, otitur in parte Boreali dein per mediam Insulam fluens, 5. mill. pass. ab ARborea in mare se Sardoum exonerat. II. THYRSUS hasta dicta est hederâ… … Hofmann J. Lexicon universale
οκνός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… … Dictionary of Greek
στεφανηπλόκος — και δωρ. τ. στεφαναπλόκος και στεφανοπλόκος, ὁ, ἡ, Α τεχνίτης που έπλεκε στεφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος. Το η τού τ. για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… … Dictionary of Greek
Γλυκέρα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η Σικιωνία (4ος αι. π.Χ.). Υπήρξε εταίρα του διάσημου ζωγράφου Παυσία. Η Γ. ήταν φτωχή κόρη η οποία πουλούσε άνθινα στέφανα, που τα έπλεκε όμως με τόση καλαισθησία, ώστε ο ζωγράφος Παυσίας μιμήθηκε την τέχνη της και… … Dictionary of Greek
βούρλο — το φυτό που ευδοκιμεί σε βάλτους: Έπλεκε καλάθια από βούρλα στην όχθη της λίμνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαϊτάνι — το 1. μεταξωτό ή βαμβακερό κορδόνι που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό φορεμάτων: Και την ευρίσκουν κι έπλεκε τ’ ολόχρυσο γαϊτάνι (δημ.). 2. φρ., «Παίρνω (κάτι) σκοινί γαϊτάνι», κάνω συνέχεια τα ίδια πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)